- γκαλοπάρω
- (αόρ. γκαλοπάρισα) αμετ. галопировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκαλοπάρω — [γκαλόπ] καλπάζω, τρέχω έφιππος με καλπασμό … Dictionary of Greek
γκαλοπάρισμα — το [γκαλοπάρω] ο καλπασμός … Dictionary of Greek